άρια

άρια
Δέντρο αειθαλές, δικοτυλήδονο, της οικογένειας των φηγιδών. Δασικό είδος το οποίο απαντάται στην κατώτερη ζώνη όλης της Ελλάδας, μαζί με τον πρίνο και την πεύκη. Φτάνει σε ύψος μέχρι 20 μ., ιδίως όταν ζει μέσα σε πυκνά δάση, ενώ μεμονωμένο βγάζει κλαδιά σε μικρό ύψος από το έδαφος. Έχει φύλλα δερματώδη, ωοειδή, προμήκη ή λογχοειδή, βαθυπράσινα, λεία από πάνω, υπόλευκα από κάτω. Τα χείλη τους μπορεί να είναι ακέραια, οδοντωτά ή εντελώς αγκαθωτά. Οι καρποί της είναι έμμισχοι ή σχεδόν επιφυείς με κύπελλο ημισφαιρικό που περιβάλλει το βελανίδι μέχρι τη μέση και έχει χρώμα μαυριδερό κατά την ωρίμανση. Αποτελούν θαυμάσια τροφή για τους χοίρους. Η α. παράγει άριστο ξύλο, σκληρό και βαρύ, αλλά ευκολοκατέργαστο, το οποίο χρησιμοποιείται στην κατασκευή τμημάτων μηχανών και ακτίνων τροχών. Ο φλοιός της είναι πλούσιος σε δεψικές ουσίες και παλαιότερα τον χρησιμοποιούσαν για την κατεργασία δερμάτων. Η α. έχει και διακοσμητική αξία και φυτεύεται στα πάρκα για τη σύνθεση πυκνού και σταθερού πράσινου ψηλής μορφής. Είναι κατάλληλη επίσης για τη δημιουργία δεντροστοιχιών σε λεωφόρους μεγάλου πλάτους. Ανέχεται το κούρεμα και σχηματίζει σταθερά σχήματα μεγάλου όγκου (μπάλες, κώνους κλπ.). Η αριά είναι δέντρο των μεσογειακών χωρών. Καρποί αριάς, γνωστοί ως βαλανίδια ή βελανίδια, άριστη τροφή χοίρων· είναι πρασινωπά στην αρχή και μαυριδερά όταν ωριμάσουν.
* * *
η
τραγούδι για μία φωνή, σόλο, με οργανική συνοδεία (κυρίως στην όπερα αλλά και σε καντάτες και ορατόρια).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. aria, αρχ. σημασία «ατμοσφαιρικός αέρας» < λατ. aera, αιτ. του aer «αέρας» (< ελλην. αέρα, αιτ. του αήρ)
κατ' άλλους ιταλ. aria < λατ. aerea, θηλ. του aereus «αέριος» (< aer < αήρ). Κατόπιν μεταγενέστερης επιδράσεως του (αρχ. γαλλ.) aire, ο τ. aria προσέλαβε αργότερα και τη σημασία «τρόπος», απ' όπου αναπτύχθηκε και η σημασία «της μελωδίας, του σκοπού» (πρβλ. και γερμ. Weise «τρόπος, μελωδία, σκοπός»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀρία — ἀρίᾱ , ἄριοι fem nom/voc/acc dual ἀρίᾱ , ἄριοι fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀρίᾱ , ἀρία fem nom/voc/acc dual ἀρίᾱ , ἀρία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρίᾳ — ἀρίᾱͅ , ἄριοι fem dat sg (attic doric aeolic) ἀρίᾱͅ , ἀρία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρία — Ἀρίᾱ , Ἄριος fem nom/voc/acc dual Ἀρίᾱ , Ἄριος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρίᾳ — Ἀρίᾱͅ , Ἄριος fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -αριά — κατάλ. θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη. Ειδικότερα, από ουσιαστικά σε άρι σχηματίστηκαν θηλ. ουσιαστικά σε ιά (πρβλ. καλαμάρι καλαμαριά, φεγγάρι φεγγαριά, πενηντάρι πενηνταριά), από την οποία αργότερα αποσπάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • -αρία — παραγωγική κατάλ. θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, η οποία αποσπάστηκε από αφηρημένα ουσιαστικά σε ία, παράγωγα ονομάτων ουσιαστικών ή επιθέτων σε αρος πρβλ. αδέκαρος αδεκαρία, απένταρος απενταρία, φαντάρος φανταρία. Στη συνέχεια η κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • αριά — Δέντρο αειθαλές, δικοτυλήδονο, της οικογένειας των φηγιδών. Δασικό είδος το οποίο απαντάται στην κατώτερη ζώνη όλης της Ελλάδας, μαζί με τον πρίνο και την πεύκη. Φτάνει σε ύψος μέχρι 20 μ., ιδίως όταν ζει μέσα σε πυκνά δάση, ενώ μεμονωμένο βγάζει …   Dictionary of Greek

  • άρια — η (λ. ιταλ.), μακριά μονωδία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αριά — βλ. αραιός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἄρια — Ἄριος neut nom/voc/acc pl Ἄριος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”